σπερμοδόχος

σπερμοδόχος
-ο, Ν
βλ. σπερματοδόχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπερματοδόχος — και σπερμοδόχος, ο, θηλ. και α, Ν ανατ. 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει σπέρμα 2. φρ. «σπερματοδόχος κύστη» (ανατ. φυσιολ.) καθένας από τους δύο επιμήκεις απιοειδείς θυλάκους που βρίσκονται στη συνέχεια τών σπερματικών πόρων επάνω από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”